Σαρμάτες

Σαρμάτες
Αρχαίος νομαδικός λαός της Ασίας. Με το λαό αυτό συνδέεται η παρακάτω αφήγηση της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: Όταν οι Έλληνες πολέμησαν με τις Αμαζόνες και τις νίκησαν, έφυγαν με τρία πλοία, παίρνοντας μαζί τους όσες από τις Αμαζόνες μπόρεσαν να πιάσουν ζωντανές. Όταν όμως έφτασαν στο ανοιχτό πέλαγος, οι Αμαζόνες επιτέθηκαν εναντίον τους και τους σκότωσαν. Έτσι έφτασαν στους Κρημνούς της Μαιώτιδας λίμνης, που ανήκε στη χώρα των Σκυθών. Αφού αποβιβάστηκαν από τα πλοία, άρχισαν να λεηλατούν τις περιουσίες των Σκυθών. Οι Σκύθες είδαν με θαυμασμό αυτές τις δυναμικές γυναίκες και αποφάσισαν να μην τις σκοτώσουν, αλλά έστειλαν τους πιο νέους για να αποχτήσουν παιδιά μαζί τους. Έτσι και έγινε. Έπειτα ένωσαν τα στρατόπεδα τους και κατοίκησαν μαζί. Και οι μεν άνδρες δεν μπορούσαν να μάθουν τη γλώσσα των γυναικών, οι γυναίκες όμως έμαθαν την γλώσσα των αντρών. Όταν λοιπόν άρχισαν να συνεννοούνται, οι άνδρες είπαν στις Αμαζόνες να πάνε όλοι μαζί να ζήσουν στα χτήματα τους μαζί με τους γονείς τους, και τους υποσχέθηκαν πως δεν θα έχουν άλλες γυναίκες εκτός απ’ αυτές. Αλλά οι Αμαζόνες αρνήθηκαν, γιατί φοβήθηκαν πως δε θα μπορούσαν να συγκατοικήσουν με άλλες γυναίκες, γιατί δεν είχαν τα ίδια έθιμα μ’ εκείνες και δεν γνώριζαν καμιά γυναικεία ασχολία. Τους πρότειναν λοιπόν να πάνε στους γονείς τους, να πάρουν το μερίδιο της περιουσίας τους και να κατοικήσουν μαζί τους σε ξεχωριστό μέρος. Οι νέοι πήραν το μερίδιο τους και γύρισαν πίσω, οπότε οι Αμαζόνες αποφάσισαν να πάνε να κατοικήσουν πέρα από τον Τάναϊ ποταμό. Έπειτα από τριών ημερών πορεία διάλεξαν τον τόπο όπου εγκαταστάθηκαν. Οι γυναίκες των Σ. ζούσαν τη ζωή των παλιών προγόνων τους, πήγαιναν στον πόλεμο και φορούσαν ανδρική ενδυμασία. Όσο για το γάμο τους, είχαν ένα παράξενο έθιμο: Καμιά δεν παντρευόταν πριν σκοτώσει έναν εχθρό, και μερικές πέθαιναν γριές παρθένες, γιατί δεν το κατόρθωναν. Δείγμα σαρματικής τέχνης (ιστορικό Μουσείο, Μόσχα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Sarmatians — Infobox Ethnic group group=Tnavbar header|Sarmatians|Scythians poptime=Unknown popplace=Eastern Europe Central Asia Northern India langs=Scythian language rels=Animism related= *Sarmatians *Dahae *Sakas *Indo Scythians *MassagetesThe Sarmatians,… …   Wikipedia

  • Σαρμάτης — και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη …   Dictionary of Greek

  • Σαρματία — η, ΝΑ [Σαρμάτης] γεωγραφική περιοχή εκτεινόμενη από τον Εύξεινο Πόντο ώς τη Βαλτική Θάλασσα και από τα Ουράλια ώς τη βόρεια Βαλκανική Χερσόνησο και κατοικούμενη από τους Σαρμάτες …   Dictionary of Greek

  • Σκύθες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ρωσία και τον οποίο γνωρίζουμε από τις πληροφορίες που δίνει ο Ηρόδοτος στο 4o βιβλίο του, καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας ως την …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • σαρματικός — ή, ό / σαρματικός, ή, όν, ΝΑ και σαυροματικός Α [Σαρμάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαρμάτες ή στη Σαρματία …   Dictionary of Greek

  • Κάρος, Μάρκος Αυρήλιος — (Marcus Aurelius Carus, ; – 283 μ.Χ.). Αυτοκράτορας της Ρώμης (282 283). Ήταν σωματοφύλακας του αυτοκράτορα Πρόβου, εναντίον του οποίου υποκίνησε συνωμοσία. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας δολοφονήθηκε στο Σίρμιο και ο ίδιος εξελέγη αυτοκράτορας από τη… …   Dictionary of Greek

  • Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… …   Dictionary of Greek

  • Κωνστάντιος — I (; – Κωνσταντινούπολη 1743). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ρωσικής καταγωγής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου. II Όνομα δύο πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντινούπολη ; – 1859). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1830… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”